- προυπέσταλται
- προυπέσταλται , πρό-ὑποστέλλωdraw inperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προϋποστέλλομαι — Α [ὑποστέλλομαι] 1. μέσ. συγκρατούμαι, προηγουμένως, τηρώ αποχή εκ τών προτέρων 2. παθ. είμαι τοποθετημένος δίπλα («προϋπέσταλται τοῑς ὑποχονδρίοις ὁ σπλὴν καὶ τὸ ἧπαρ», Ρούφ.) … Dictionary of Greek